ΦΑΝΤΑΡΟΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, ΦΑΝΤΑΡΟΣ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ, ΦΑΝΤΑΡΟΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ
Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, Σ' ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Έγκλημα και Τιμωρία-Ερρίκο Μαλατέστα

Κάθε αναρχικός προπαγανδιστής γνωρίζει καλά τις
κύριες ενστάσεις: ποιος θα κρατά υπό έλεγχο τους εγκληματίες
[στην αναρχική κοινωνία]; Κατά την γνώμη μου, οι
ανησυχίες είναι υπερβολικές, επειδή η εγκληματικότητα
είναι ένα φαινόμενο ήσσονος σημασίας, εν σχέσει προς
την ευρύτητα των ανέκαθεν υφιστάμενων και γενικών
κοινωνικών πραγματικοτήτων. Μπορεί κανείς να πιστεύει
στην αυτόματη εξαφάνιση της ως αποτέλεσμα της αύξησης
της υλικής ευημερίας και της εκπαίδευσης, για να μην
αναφέρουμε τις προόδους στην παιδαγωγική και -έην ιατρική.
Ωστόσο, όσο αισιόδοξοι και αν είμαστε και όσο
ρόδινο και αν μας φαίνεται το μέλλον, γεγονός παραμένει
ότι η εγκληματικότητα και ο φόβος του εγκλήματος εμποδίζουν
σήμερα τις ειρηνικές κοινωνικές σχέσεις και,
οπωσδήποτε, δεν θα εξαφανισθούν από την μια στιγμή
στην άλλη, μετά από μια επανάσταση, όσο ριζοσπαστική
και ολόπλευρη και αν αποδειχθεί ότι είναι αυτή. Θα μπορούσαν
να αποτελέσουν ακόμη και την αιτία αναταραχής
και αποσύνθεσης σε μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων,
όπως ακριβώς ένας ασήμαντος κόκκος άμμου μπορεί να
σταματήσει την λειτουργία της τελειότερης μηχανής.
Αξίζει τον κόπο και είναι όντως αναγκαίο να εξετάσουν
οι αναρχικοί το πρόβλημα λεπτομερέστερα απ' ό,τι
συνήθως κάνουν, όχι μόνο για να αντιμετωπίσουν καλύτερα
μια λαϊκή «ένσταση», αλλά και για να μην βρεθούν
προ δυσάρεστων εκπλήξεων και επικίνδυνων αντιφάσεων.
Φυσικά, τα εγκλήματα στα οποία αναφερόμαστε είναι
οι αντικοινωνικές πράξεις, δηλαδή εκείνες οι οποίες
προσβάλλουν τα ανθρώπινα αισθήματα και παραβιάζουν
το δικαίωμα των άλλων στην ισότητα εν ελευθερία, και
όχι το πλήθος των πράξεων τις οποίες τιμωρεί ο ποινικός
κώδικας, απλώς επειδή προσβάλλουν τα προνόμια των
κυρίαρχων τάξεων.1
Κατά την γνώμη μου, έγκλημα είναι κάθε πράξη η
οποία τείνει συνειδητά να αυξήσει τα ανθρώπινα δεινά,
είναι η παραβίαση του δικαιώματος όλων στην ισότιμη
ελευθερία και στην μέγιστη δυνατή απόλαυση της υλικής
και ηθικής ευημερίας.
Γνωρίζουμε ότι, έχοντας έτσι ορίσει την εγκληματικότητα,
είναι πάντοτε δύσκολο ακόμη και για εκείνους οι
οποίοι αποδέχονται αυτόν τον ορισμό, να καθορίσουν
πραγματικά ποιες πράξεις είναι εγκληματικές και ποιες
όχι, διότι οι απόψεις των ανθρώπων διαφέρουν ως προς το
τί προκαλεί οδύνη ή ευτυχία, τί είναι καλό και τί κακό,
εκτός από την περίπτωση εκείνων των αποτρόπαιων
εγκλημάτων τα οποία, λόγω τού ότι προσβάλλουν θεμελιώδη
ανθρώπινα αισθήματα, είναι καθολικά καταδικαστέα.
2
Φαντάζομαι ότι ουδείς θα μπορούσε, θεωρητικώς, να
αρνηθεί ότι η ελευθερία, η οποία γίνεται κατανοητή με
αυτήν την έννοια της αμοιβαιότητας, αποτελεί την βασική
προϋπόθεση κάθε πολιτισμού της «ανθρωπότητας»•
ωστόσο, μόνον η αναρχία αντιπροσωπεύει την λογική και
πλήρη υλοποίηση της. Βάσει αυτής της υπόθεσης, εγκληματεί
-όχι εναντίον της φύσης ή ως συνέπεια ενός μεταφυσικού
νόμου, αλλά εναντίον των συνανθρώπων του και
επειδή προσβάλλονται τα συμφέροντα και τα αισθήματα
άλλων- όποιος παραβιάζει την ισότιμη ελευθερία των
άλλων. Όσο δε θα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, θα πρέπει
να υπερασπίζουμε τον εαυτό μας.3
Αυτή η αναγκαία άμυνα εναντίον όσων παραβιάζουν
όχι την καθεστηκυία τάξη [status quo] αλλά τα βαθύτερα
αισθήματα που διαφοροποιούν τους ανθρώπους από τα
θηρία, είναι μια από τις προφάσεις με τις οποίες οι κυβερ-
νήσεις δικαιολογούν την ύπαρξη τους. Πρέπει να εξαλείψουμε
κάθε κοινωνική αιτία του εγκλήματος, πρέπει να
καλλιεργήσουμε στον άνθρωπο τα αδελφικά αισθήματα
και τον αλληλοσεβασμό• πρέπει, όπως έλεγε ο Φουριέ, να
αναζητηθούν πρακτικές εναλλακτικές λύσεις εις ό,τι
αφορά το έγκλημα. Αλλά εάν και εφ' όσον θα υπάρχουν
εγκληματίες, είτε οι άνθρωποι θα βρίσκουν τα μέσα και
θα έχουν το σθένος να υπερασπίζουν άμεσα τον εαυτό
τους απέναντι τους, είτε θα επανεμφανίζονται η αστυνομία
και οι δικαστές, και, μαζί τους, η κυβέρνηση.
Κανένα πρόβλημα δεν λύνεται με το να αρνούμεθα
την ύπαρξη του.4
Δικαιολογημένα μπορεί κανείς να φοβάται ότι αυτή η
αναγκαία κατά του εγκλήματος άμυνα θα μπορούσε να
αποτελέσει την απαρχή και το πρόσχημα ενός νέου συστήματος
καταπίεσης και προνομίων. Αποστολή των
αναρχικών είναι να φροντίσουν να μην συμβεί κάτι τέτοιο.
Αναζητώντας τις αιτίες κάθε εγκλήματος και καταβάλλοντος
κάθε προσπάθεια για την εξάλειψη τους• καθιστώντας
αδύνατον σε οιονδήποτε να αντλεί προσωπικά
οφέλη από την εξιχνίαση του εγκλήματος• αφήνοντας τις
ίδιες τις ενδιαφερόμενες ομάδες να λαμβάνουν όποια μέτρα
κρίνουν απαραίτητα για την άμυνα τους και συνηθίζοντας
να θεωρούμε τους εγκληματίες αδέλφια μας που
έχουν παρεκτραπεί, ασθενείς που χρειάζονται στοργική
θεραπεία, όπως θα την προσφέραμε παραδείγματος χάριν
σε κάποιον υδρόφοβο ή επικίνδυνο μανιακό, θα γίνει
εφικτός ο εναρμονισμός της πλήρους ελευθερίας όλων με
την άμυνα εναντίον εκείνων οι οποίοι εμφανώς αποτελούν
γι' αυτήν κίνδυνο και απειλή.
Προφανώς αυτό θα καταστεί δυνατόν, όταν το
έγκλημα περιορισθεί σε σποραδικές, μεμονωμένες και
πραγματικά παθολογικές περιπτώσεις. Εάν αλήθευε ότι οι
εγκληματίες είναι υπερβολικά πολλοί και ισχυροί, εάν, επί
παραδείγματι, ήταν ό,τι είναι σήμερα [1922] η αστική
τάξη και ο φασισμός, τότε δεν τίθεται θέμα συζήτησης για
το τί θα κάνουμε σε μια αναρχική κοινωνία.5
Με την πρόοδο του πολιτισμού και των κοινωνικών
σχέσεων, με την αυξανόμενη επίγνωση της ανθρώπινης
αλληλεγγύης η οποία συνενώνει την ανθρωπότητα, με την
ανάπτυξη της ευφυΐας και την εκλέπτυνση των αισθημάτων,
υπάρχει οπωσδήποτε και μια αντίστοιχη ανάπτυξη •
των κοινωνικών καθηκόντων, και πολλές ενέργειες τις
οποίες θεωρούσαν καθαρώς ατομικά δικαιώματα και ανεξάρτητες
παντός συλλογικού ελέγχου, θα θεωρηθούν, και
όντως ήδη θεωρούνται, ζητήματα που επηρεάζουν τον
καθένα, και πρέπει, επομένως, να επιλύονται σύμφωνα με
το γενικό συμφέρον. Παραδείγματος χάριν, ακόμη και
στους καιρούς μας, οι γονείς δεν επιτρέπεται να κρατούν
τα παιδιά τους στην άγνοια και να τα ανατρέφουν με
τρόπο επιζήμιο για την ανάπτυξη και την μελλοντική ευημερία
τους. Κανένα άτομο δεν επιτρέπεται να ζει μέσα
σε άθλιες συνθήκες, αδιαφορώντας για εκείνους τους κανόνες
υγιεινής οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την
υγεία των άλλων: δεν επιτρέπεται να έχει κάποιος μια μολυσματική
ασθένεια και να μην την θεραπεύει. Σε μια
μελλοντική κοινωνία θα θεωρείται καθήκον η επιδίωξη
της διασφάλισης τού καλού όλων, όπως ακριβώς θα θεωρείται
κατακριτέο να τεκνοποιεί κανείς, αν θα συντρέχουν
λόγοι να πιστεύει ότι το παιδί θα είναι φιλάσθενο και
δυστυχισμένο. Όμως, αυτή η συναίσθηση των καθηκόντων
μας απέναντι στους άλλους, και εκείνων απέναντι σε
μας, πρέπει να αναπτυχθεί σύμφωνα με τις κοινωνικές
μας αντιλήψεις, χωρίς άλλες έξωθεν κυρώσεις πλην της
επιδοκιμασίας ή της απόρριψης των συμπολιτών μας. Ο
σεβασμός, η επιθυμία για την ευημερία των άλλων, πρέπει
να διαποτίσουν τα έθιμα και να μην εκδηλώνονται ως
καθήκοντα, αλλά ως η φυσιολογική ικανοποίηση των
κοινωνικών συμφερόντων.
Υπάρχουν ορισμένοι οι οποίοι θα βελτίωναν την ηθική
των ανθρώπων δια της βίας, οι ίδιοι θα έβλεπαν με ευχαρίστηση
την εισαγωγή ενός άρθρου στον ποινικό κώδικα
για κάθε πιθανή ανθρώπινη πράξη και θα τοποθετούσαν
έναν χωροφύλακα δίπλα σε κάθε νυφικό κρεβάτι και σε
κάθε τραπέζι. Όμως, οι άνθρωποι αυτοί, όταν στερούνται
των κατασταλτικών δυνάμεων για να επιβάλουν τις ιδέες
τους, δεν κατορθώνουν παρά να γελοιοποιούν τα καλύτερα
πράγματα, και όταν έχουν την δύναμη να διατάζουν,
καθιστούν μισητό ο,τιδήποτε καλό και ενθαρρύνουν την
αντίδραση... Κατά την γνώμη μας, η εκτέλεση των κοινω-
νικών καθηκόντων πρέπει να είναι μια εθελοντική πράξη
και ο καθένας πρέπει να έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει
χρησιμοποιώντας υλική βία μόνον εναντίον εκείνων οι
οποίοι προσβάλλουν άλλους βιαίως, εμποδίζοντας τους
να ζουν ειρηνικά. Η βία, ο φυσικός εξαναγκασμός, πρέπει
να χρησιμοποιούνται μόνο για την απόκρουση βίαιων
επιθέσεων και για κανέναν άλλον λόγο πέραν εκείνου της
αυτοάμυνας.
Ποιος όμως θα κρίνει; Ποιος θα παράσχει την αναγκαία
άμυνα; Ποιος, τέλος, θα αποφασίσει ποιά μέτρα
εξαναγκασμού πρέπει να χρησιμοποιηθούν; Δεν βλέπουμε
κανέναν άλλον τρόπο από το να το αφήσουμε στα ενδιαφερόμενα
μέρη, στον λαό, δηλαδή στην μάζα των πολιτών
οι οποίοι θα ενεργούν με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα
με τις περιστάσεις και σύμφωνα με τους διάφορους
βαθμούς κοινωνικής ανάπτυξης τους. Προ πάντων, πρέπει
να αποφύγουμε την δημιουργία ειδικευμένων στο έργο
της αστυνόμευσης σωμάτων πιθανώς να υπάρξουν κάποιες
απώλειες όσον αφορά την κατασταλτική αποτελεσματικότητα,
αλλά έτσι θα αποφύγουμε την δημιουργία
του οργάνου κάθε τυραννίας.
Δεν πιστεύουμε στο αλάθητο, ούτε και στην καλοσύνη
των μαζών γενικώς. Απεναντίας. Οπωσδήποτε, ακόμη
λιγότερο πιστεύουμε στο αλάθητο και στην καλοσύνη
εκείνων οι οποίοι καταλαμβάνουν την εξουσία και νομο- •
θετούν, οι οποίοι εδραιώνουν και διαιωνίζουν τις ιδέες και
τα συμφέροντα που επικρατούν σε κάθε δεδομένη στιγμή.
Από κάθε άποψη, η αδικία και η παροδική βία εκ μέρους
των ανθρώπων είναι προτιμότερες από τον σιδηρούν
κανόνα, την νομιμοποιημένη κρατική βία των δικαστών
και της αστυνομίας.
Είμαστε, οπωσδήποτε, μία μόνο από τις δυνάμεις που
δρουν στην κοινωνία, και η Ιστορία θα προχωρήσει, όπως
πάντοτε, προς την κατεύθυνση της συνισταμένης όλων
των [κοινωνικών] δυνάμεων.6
Πρέπει να αναμένουμε ένα κατάλοιπο εγκληματικότητας
...το οποίο ευελπιστούμε πως θα εξαφανισθεί σχετικώς
γρήγορα, αλλά το οποίο, εν τω μεταξύ, θα υποχρεώσει
την μάζα των εργατών να αναλάβει αμυντική δράση.
Απορρίπτοντας οποιεσδήποτε αντιλήψεις περί τιμωρίας
και εκδίκησης, οι οποίες εξακολουθούν να κυριαρχούν
στο ποινικό δίκαιο, και καθοδηγούμενοι μόνον από την
ανάγκη για αυτοάμυνα και την επιθυμία αποκατάστασης,
πρέπει να αναζητήσουμε τα μέσα επίτευξης του σκοπού
μας, χωρίς να διατρέξουμε τον κίνδυνο της εξουσιαστικό-
τητας, ερχόμενοι έτσι σε αντίφαση με το σύστημα ελευθερίας
και ελεύθερης βούλησης επί του οποίου
επιθυμούμε να οικοδομήσουμε την νέα κοινωνία.7
Για τους εξουσιαστές και τους πολιτικούς, το ζήτημα
είναι απλό: ένα νομοθετικό σώμα για να ταξινομεί τα
εγκλήματα και να καθορίζει τις ποινές• μια αστυνομική
δύναμη για να διώκει τους εγκληματίες• ένα δικαστικό
σώμα για να τους δικάζει και μια υπηρεσία φυλακών για
να τους κάνει να υποφέρουν. Και όπως είναι κατανοητό,
το νομοθετικό σώμα προ πάντων επιδιώκει, μέσω των
ποινικών του νόμων, να υπερασπισθεί το κατεστημένο
συμφέρον το οποίο εκπροσωπεί, και να προστατεύσει το
κράτος από εκείνους που επιδιώκουν να το «υπονομεύσουν
». Το αστυνομικό σώμα υπάρχει για να καταπνίγει το
έγκλημα και, έχοντας επομένως συμφέρον από την συνεχή
ύπαρξη του εγκλήματος, καθίσταται προκλητικό και
καλλιεργεί στους αξιωματικούς του επιθετικά και διεστραμμένα
ένστικτα• το δικαστικό σώμα επίσης επιβιώνει
και ευημερεί χάρις στο έγκλημα και τους εγκληματίες και
υπηρετεί τα συμφέροντα της κυβέρνησης και της άρχουσας
τάξης, αποκτώντας, κατά την πορεία άσκησης της
λειτουργίας του, έναν ειδικό τρόπο συλλογιστικής που το
μετατρέπει σε μια μηχανή επιδίκασης των μεγαλύτερων
ποινών που μπορεί στον μέγιστο δυνατό αριθμό ανθρώπων.
Οι δεσμοφύλακες είναι, ή γίνονται, αναίσθητοι
μπροστά στα βάσανα των κρατουμένων και, στην καλύτερη
περίπτωση, εφαρμόζουν παθητικά τον κανονισμό
χωρίς ούτε μια σπίθα ανθρώπινου αισθήματος. Διαπιστώνουμε
τα αποτελέσματα στις στατιστικές περί εγκληματικότητας.
Οι ποινικοί νόμοι άλλαξαν, το αστυνομικό και
το δικαστικό σώμα αναδιοργανώθηκαν, το σύστημα των
φυλακών αναμορφώθηκε ...και η εγκληματικότητα επιβιώνει
και αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα εξάλειψης ή
μείωσης της. Αυτό ισχύει τόσο για το παρελθόν όσο και
για το παρόν, και πιστεύουμε ότι θα ισχύει και στο
μέλλον, αν δεν αλλάξει εκ θεμελίων η αντίληψη περί
εγκλήματος και δεν καταργηθούν όλοι οι οργανισμοί που
αποζούν από την πρόληψη και την καταστολή της
εγκληματικότητας.8
Στην Γαλλία υπάρχουν αυστηροί νόμοι κατά της
εμπορίας ναρκωτικών και των χρηστών. Και όπως συμβαίνει
πάντοτε, η μάστιγα μεγαλώνει και εξαπλώνεται
παρά τους νόμους και ίσως εξ αιτίας των νόμων. Το ίδιο
συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Ο
Δρ. Κορτουά Σιφύ της Γαλλικής Ιατρικής Ακαδημίας, ο
οποίος, ήδη πέρυσι [1921], είχε κρούσει τον κώδωνα για
τους κινδύνους της κοκαΐνης, σημειώνοντας την αποτυχία
της ποινικής νομοθεσίας, απαιτεί τώρα ...νέους και
αυστηρότερους νόμους.
Πρόκειται για το παλαιό σφάλμα των νομοθετών,
παρά την εμπειρία η οποία δείχνει ότι οι νόμοι, όσο βάρβαροι
και αν είναι, ποτέ δεν χρησίμευσαν στο να συντριβεί
το κακό ή να καταπολεμηθεί η εγκληματικότητα. Όσο
αυστηρότερες θα είναι οι ποινές που θα επιβάλλονται
στους χρήστες και στους διακινητές κοκαΐνης, τόσο θα
μεγαλώνει η γοητεία του απαγορευμένου καρπού, η σαγήνη
των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ο χρήστης,
και τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα κέρδη που θα
αποκομίζουν οι άπληστοι για χρήμα κερδοσκόποι.
Είναι ανώφελο, επομένως, να περιμένουμε κάτι από
τον νόμο. Θα πρέπει να προτείνουμε μια άλλη λύση.
Αφήστε ελεύθερη την χρήση και την πώληση της κοκαΐ-
νης [από κάθε περιορισμό] και ανοίξτε περίπτερα όπου θα
πωλείται σε τιμή κόστους ή ακόμη και κάτω του κόστους,
και, εν συνεχεία, ξεκινήστε μια μεγάλη προπαγανδιστική
εκστρατεία για να διαφωτίσετε το κοινό, αφήνοντας το να
κρίνει το ίδιο τα κακά της κοκαΐνης• ουδείς θα έκανε
αντιπροπαγάνδα, διότι ουδείς θα μπορούσε να
εκμεταλλευθεί την δυστυχία των κοκαϊνομανών.
Βεβαίως, η βλαβερή χρήση της κοκαΐνης δεν θα εξαφανιζόταν
εντελώς, διότι οι κοινωνικές αιτίες που δημιουργούν
και οδηγούν αυτούς τους δύστυχους στην
χρήση ναρκωτικών, θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν.
Οπωσδήποτε όμως το κακό θα μειωνόταν, κανένας δεν θα
μπορούσε να αποκομίσει κέρδος από την πώληση τους,
και κανένας δεν θα μπορούσε να κερδοσκοπήσει από το
κυνήγι των κερδοσκόπων. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, η
πρόταση μας είτε δεν θα ληφθεί υπ' όψιν, είτε θα
θεωρηθεί ανεδαφική και παράλογη.
Ωστόσο, οι ευφυείς και ανιδιοτελείς άνθρωποι θα
μπορούσαν να αναρωτηθούν: αφού οι ποινικοί νόμοι
απεδείχθησαν ανίσχυροι, δεν θα ήταν καλό να
δοκιμάσουμε πειραματικά την αναρχική μέθοδο;9
Όσον αφορά την θανατική ποινή, δεν πρόκειται να
επαναλάβουμε εδώ τα κλασικά εναντίον της
επιχειρήματα. Ηχούν απατηλά όταν τα αΚούμε να
χρησιμοποιούνται από εκείνους οι οποίοι, εν συνεχεία,
τάσσονται υπέρ της ισόβιας κάθειρξης και άλλων
απάνθρωπων υποκατάστατων της θανατικής ποινής. Ούτε
θα μιλήσουμε για την «ιερότητα της ζωής», την οποία
όλοι μεν δέχονται, παραβιάζουν δε όποτε τους βολεύει,
είτε αφαιρώντας πραγματικά ζωές, είτε μεταχειριζόμενοι
άλλους με τέτοιον τρόπο ώστε να τους βασανίζουν ή να
τους συντομεύουν την ζωή.
Ευτυχώς, ελάχιστοι μόνον άνθρωποι είναι ψυχικά εκ
γενετής ή γίνονται αιμοδιψή και σαδιστικά τέρατα, των
οποίων τον θάνατο δεν θα ξέραμε πώς να πενθήσουμε.
Εάν αυτοί οι δύστυχοι θα συνιστούσαν μια διαρκή απειλή
για όλους και δεν θα υπήρχε άλλος τρόπος για να αμυνθούμε
εκτός από το να τους σκοτώσουμε, θα μπορούσε
κανείς να δεχθεί και την θανατική ποινή. Όμως το πρόβλημα
είναι ότι για να εκτελεσθεί μια θανατική ποινή
χρειάζεται ένας δήμιος. Ένας δήμιος είναι ή γίνεται τέρας,
λαμβανομένων δε υπ' όψιν όλων των παραμέτρων, είναι
καλύτερα να αφήνεις να συνεχίσουν να ζουν τα ήδη
υπάρχοντα τέρατα, παρά να δημιουργείς κι άλλα.
Τούτο δε ισχύει για τους πραγματικούς εγκληματίες,
τους αντικοινωνικούς ανθρώπους οι οποίοι δεν γεννούν
καμιά συμπάθεια και δεν προκαλούν καμιά συμπόνια.
Όταν τίθεται το ζήτημα της θανατικής ποινής ως ένα μέσο
του πολιτικού αγώνα, τότε... ε, τότε η Ιστορία μάς
διδάσκει ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Η ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ- ΜΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Βλέποντας τα αλλεπάλληλα κύματα αφιερωμάτων για τα 90 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 17, από όλες τις μαρξιστολενινιστικές γκρούπες μέχρι το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ ακόμα και την «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» με το Κυριακάτικο αφιέρωμά της «Η επανάσταση του ΄17 και ο Λένιν» (σκόπιμος τίτλος και σκόπιμη ταύτιση):
Είναι τόσο ταυτισμένη η επανάσταση του ΄17 μ’ αυτή την προσωπικότητα, που αν μη τι άλλο αν δεν υπήρχε ο Λένιν δε θα υπήρχε και επανάσταση. Τι ιδεαλισμός!
Οι μαρξιστές-λενινιστές, αν και οπαδοί του διαλεκτικού υλισμού, αντιλαμβάνονται την ιστορία και ερμηνεύουν τα ιστορικά γεγονότα σκόπιμα κάτω από το πρίσμα του αστικού ιδεαλισμού και της μεταφυσικής. Δεν αντλούν κανένα συμπέρασμα από την ιστορία και το κάθε γκρουπούσκουλο προσπαθεί να μας πείσει για τη μεγάλη και ιστορική προσωπικότητα του Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ ( Λένιν).
Βλέποντας ένα ντοκιμαντέρ από εκείνη την εποχή με την αυτο-οργάνωση των μουσικών της συμφωνικής ορχήστρας της Πετρούπολης όπου σε κυκλική και αντικριστή διάταξη, ο ένας μουσικός με τα παραπλήσια όργανα διόρθωνε τα λάθη του άλλου, έκαναν άχρηστη την παρουσία του μαέστρου. Διεύθυναν μόνοι τους όλα τα έργα των μεγάλων μουσουργών. Αρκετοί συνθέτες της εποχής θαύμασαν αυτό τον τρόπο. Να μην αναφέρω ονόματα. Αυτή η εκδοχή μέχρι το ΄22. Γιατί μετά ξαναεπικράτησε ο μαέστρος, ο διευθυντής ορχήστρας και τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Μου ήρθε ένα δάκρυ για το ποιους δρόμους άνοιγε αυτή η ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Και τι επακολούθησε;
«Η Ρωσική Επανάσταση δεν ήταν το έργο ενός κόμματος - ήταν το έργο ενός ολόκληρου λαού και ο λαός αυτός είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της πραγματικής Ρωσικής Επανάστασης. Το μεγαλείο της Επανάστασης δεν προέρχεται από την ψήφιση κυβερνητικών διατάξεων, νόμων και την δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων, αλλά από τον σχηματισμό των εμβριθών αλλαγών σφυρηλατημένων στην ηθική και υλική ζωή του πληθυσμού».
Όλες οι επαναστάσεις είναι επαναστάσεις του καταπιεζόμενου – εκμεταλλευόμενου λαού. Και όχι των γιακωβίνων, των μπολσεβίκων, των αναρχικών ή των μουλάδων.
Η επανάσταση στη Ρωσία ήταν επανάσταση του ρωσικού λαού ή των μπολσεβίκων; Η επανάσταση στην Ισπανία ήταν επανάσταση του ισπανικού λαού ή των αναρχικών;. Αν μείνουμε σ΄ αυτή την εκδοχή, θα δούμε ότι όλες οι επαναστατικές κρίσεις προκλήθηκαν από τους επαναστάτες και όχι από την κρίση και κατάρρευση των συστημάτων κυριαρχίας εκείνη τη στιγμή. Αν μείνουμε σ΄ αυτή την εκδοχή, θα δούμε αυτές τις επαναστατικές κρίσεις μέσα από συνωμοτική οπτική. Αλλά η κοινωνική και πολιτική ιστορία έχει και τέτοιες εκδοχές.
«Δεν φαντάζονται ότι μια κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αφέντες και υπηρέτες, χωρίς αρχηγούς και στρατιώτες».
ΚΑΤΩ ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
J. De Jacques
To κίνημα που, μέσα σε μερικές μέρες, πέρασε όλα τα στάδια μιας επανάστασης, απ΄ την απεργία και τις διαδηλώσεις στο δρόμο, ως την εξέγερση, ξεπήδησε από τις ίδιες τις μάζες χωρίς να διευθύνεται από τα πάνω. Καμιά κεντρική κομματική επιτροπή, καμιά γνωστή προσωπικότητα δεν ανέλαβε την οργάνωσή του ούτε την διεύθυνσή του».
Φεβρουάριος 1917. Μια επανάσταση αρχίζει. Αλλά ο Λένιν δυσπιστεί απέναντι σ΄ ένα τέτοιο κίνημα χωρίς φανερό αρχηγό.
Τα σοβιέτ, οι αυθόρμητες μαζικές οργανώσεις των αγροτών και των προλετάριων, στον συγκεκριμένο τόπο και σ΄ αυτήν τη στιγμή της ιστορίας, έπρεπε να τεθούν στην υπηρεσία του μπολσεβίκικου κόμματος επειδή «ο μαρξισμός διδάσκει (…) ότι το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης, δηλαδή, το κομμουνιστικό κόμμα, είναι το μόνο που μπορεί να συσπειρώσει, να διαπαιδαγωγήσει και να οργανώσει την πρωτοπορία του προλεταριάτου και όλων των εργαζόμενων μαζών… « (Λένιν)
Για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα συμβούλια, έπρεπε να τους προσδώσει και κάποια αίγλη: «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Και ο Λένιν ανακαλύπτει τον «αντικρατιστή» Μαρξ, της Κομμούνας του 1871 και γράφει «Το κράτος και επανάσταση». Για τους παλιούς μπολσεβίκους, η υπόθεση μυρίζει αναρχισμό και ο Λένιν κατηγορείται ότι θέλει να πάρει το θρόνο που έμενε κενός από την εποχή του Μπακούνιν.
Από τη στιγμή που τα σοβιέτ συγκροτήθηκαν ως όργανα εξουσίας, η «δικτατορία» της τάξης και του κόμματος συγχέεται στην αρχή για να παραχωρήσει στη συνέχεια τη θέση της – και με τρόπο αδιαμφισβήτητο - στη δικτατορία του κόμματος πάνω στην τάξη. Ο Ζηνόβιεφ το ομολογεί: «Χωρίς τη σιδερένια δικτατορία του κομμουνιστικού κόμματος, η εξουσία των σοβιέτ στη Ρωσία δε θα διαρκούσε όχι τρία χρόνια, αλλά, ούτε τρεις εβδομάδες. Κάθε συνειδητός εργάτης πρέπει να καταλάβει, ότι η δικτατορία της εργατικής τάξης δε μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνο μέσω της δικτατορίας της πρωτοπορίας της – δηλαδή, μέσω του κομμουνιστικού κόμματος (…) . Ο έλεγχος που ασκεί το κόμμα πάνω στα σοβιετικά όργανα,, πάνω στα συνδικάτα είναι η μόνη σταθερή εγγύηση ότι θα ικανοποιηθούν στο μέλλον όχι μόνο τα συμφέροντα οποιωνδήποτε ομάδων, αλλά και ολόκληρου του προλεταριάτου».
Μετά τη συντριβή της επαναστατικής αντιπολίτευσης, κυρίως μετά τη βίαιη καταστολή του αναρχικού κινήματος και του μαξιμαλιστικού ρεύματος, εμφανίστηκε στο εσωτερικό του ίδιου του μπολσεβίκικου κόμματος μια αντιπολίτευση που επέμενε δίχως μεγάλη τόλμη στις ξεχασμένες βασικές αρχές, όπως η εργατική αυτονομία, λόγου χάρη. Το 1920, η Αλεξάνδρα Κολοντάι, γράφει: «Φοβόμαστε την αυτόνομη δραστηριότητα των μαζών. Φοβόμαστε να αφήσουμε το πεδίο ελεύθερο για το δημιουργικό τους πνεύμα. Τρέμουμε την κριτική. Δεν έχουμε πια εμπιστοσύνη στις μάζες». Και η Ρόζα Λούξεμπουργκ συμπληρώνει την κριτική: «δικτατορία, βέβαια, όχι όμως η δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών, δηλαδή, η δικτατορία με την αστική έννοια, με την έννοια της γιακωβίνικης ηγεμονίας».
Τώρα, είναι η σειρά του Λένιν να κατηγορήσει την εργατική αντιπολίτευση, για «αναρχοσυνδικαλιστικές παρεκκλίσεις» όπως ακριβώς και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είχε χαρακτηρίσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ως αναρχοσυνδικαλίστρια.
Για τους φίλους του Λένιν και του Τρότσκι κάθε υπεράσπιση της αυτονομίας των μαζών είναι ύποπτη αναρχισμού. (Κολακευτικότατη φιλοφρόνηση !).
Απ΄ το σύνθημα της άνοιξης 1917 «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», το μόνο που έμεινε το 1921, πάνω στον πάγο της Βαλτικής, ήταν ολόγυμνη η αλήθεια: «Όλη η εξουσία στην Κεντρική Επιτροπή του Κομουνιστικού Κόμματος». 1
Σημείωση
Φεβρουάριος 1921: απεργίες στην Πετρούπολη, εξέγερση της Κροστάνδης. 17 Μαρτίου: συντριβή της εξέγερσης. 8–16 Μαρτίου: 10ο Συνέδριο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, βίαιη επίθεση ενάντια στην Εργατική Αντιπολίτευση, διακήρυξη υπέρ της ενότητας του κόμματος, με την καταστολή κάθε τάσης ή «φράξιας» και για την «Αναρχική και Συνδικαλιστική Τάση μέσα στο Κόμμα μας». Για όλη αυτήν τη διαδικασία, βλ. Μόρις Μπρίντον, «Οι Μπολσεβίκοι και ο Εργατικός Έλεγχος: Το Κίνημα των Εργοστασιακών Επιτροπών, 1917-1921», Μετ.: Θέμη Μιχαήλ, Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1977.
Η Ρωσική Επανάσταση και οι αναρχικοί
Λουίτζι Φάμπρι *
Όταν έχουν εξαντλήσει τα επιχειρήματά τους ενάντια στον ακλόνητo συλλογισμό μας, οι χτυπημένοι από τα πάρθια βέλη εξουσιαστές κομμουνιστές μας κατηγορούν ως «εχθρούς της Ρωσικής Επανάστασης».
Από την θέση μας για την πάλη ενάντια στην δικτατορική αντίληψη περί επανάστασης - μια θέση που την μοιραζόμαστε με τους Ρώσους συντρόφους μας - έως την υποστήριξη των επιχειρημάτων μας, μνημονεύουμε τα ολέθρια αποτελέσματα της δικτατορικής κατεύθυνσης της επαναστατημένης Ρωσίας και κρατάμε άσβηστο το φως των σοβαρών λαθών της εκεί κυβέρνησης και με αυτή την λογική και μόνο μας κατηγορούν ότι αγωνιζόμαστε ενάντια στην Ρωσική Επανάσταση.
Αυτό είναι κάτι παραπάνω από αδικαιολόγητες κατηγορίες. Είναι ένα ψέμα και μια συκοφαντία. Εάν η υπόθεση της Ρωσικής Επανάστασης είναι η υπόθεση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης με μια ΠΡΑΚΤΙΚΗ και όχι με κάποια αφηρημένη έννοια, εάν είναι, δηλαδή, η υπόθεση του προλεταριάτου και της χειραφέτησής του από κάθε πολιτική και οικονομική δουλεία, από κάθε κρατική ή ιδιωτική εκμετάλλευση και καταπίεση, εάν η Ρωσική Επανάσταση είναι η υπόθεση της κοινωνικής ισότητας, τότε δικαιολογημένα μπορούμε να επιμείνουμε ότι οι μόνοι τίμιοι σήμερα στην Ρωσική Επανάσταση, την επανάσταση που έγινε από την εργατική τάξη της Ρωσίας, είναι οι αναρχικοί.
Εκτιμούμε ότι, για ένα σημαντικό διάστημα της επανάστασης, ο καθένας - και ειδικά οι επαναστάτες - αυτό που έχει δικαίωμα να ελπίζει είναι αγκάθια και ελάχιστα τριαντάφυλλα. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες γι’ αυτό. Αλλά η επανάσταση σταματά να είναι επανάσταση όταν δεν είναι και δεν σημαίνει καμιά βελτίωση, έστω και μικρή, για τις μάζες και αποτυγχάνει να εξασφαλίσει στους προλετάριους μια καλύτερη ζωή ή τουλάχιστον, εάν δεν μπορούν να το δουν ξεκάθαρα αυτό, από τη στιγμή που συγκεκριμένες προσωρινές δυσκολίες μπορούν να υπερνικηθούν, θα έρθει η ευημερία. Σταματά να είναι επανάσταση, εάν, με πρακτικούς όρους μιλώντας, περιορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την ελευθερία των άλλων - για όλους αυτούς που καταπιέζονταν από το παλιό καθεστώς.
Αυτές είναι οι απόψεις και τα αισθήματα που μας καθοδηγούν στην προπαγάνδα και την πολεμική μας. Με κανέναν τρόπο η προπαγάνδα και η πολεμική μας δεν εξαρτούνται από σεχταριστικό πνεύμα, πολύ λιγότερο από ένα πνεύμα ανταγωνισμού ή προσωπικών ενδιαφερόντων και δεν ασκούμε αυτήν την προπαγάνδα ως μια άσκηση κριτικής και δογματισμού. Αλλά είμαστε αντιλαμβανόμαστε περισσότερο την εκπλήρωση μιας διπλής υποχρέωσης άμεσης πολιτικής σπουδαιότητας.
Από την μια πλευρά, η μελέτη της Ρωσικής Επανάστασης, το να ρίξουμε φώς στα λάθη που έγιναν από αυτούς που βρίσκονται στην κυβέρνηση και η κριτική για το μπολσεβίκικο σύστημα που κέρδισε, αποτελεί, όσον μας αφορά, μια υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από την πολιτική αλληλεγγύη στους Ρώσους συντρόφους μας, οι οποίοι, επειδή συμμερίζονται τις σκέψεις μας και συμφωνούν με τις απόψεις μας - οι οποίες, πιστεύουμε, είναι οι σκέψεις και οι απόψεις οι περισσότερο συμβατές με τα ενδιαφέροντα της επανάστασης του προλεταριάτου - στερούνται κάθε ελευθερίας, συκοφαντημένοι, φυλακισμένοι, εξορισμένοι και, μερικοί από αυτούς, δολοφονημένοι από αυτήν την κυβέρνηση.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε την υποχρέωση να καταδείξουμε το μπολσεβίκικο λάθος, έτσι που εάν μια παρόμοια κρίση συμβεί στις δυτικές χώρες, το προλεταριάτο να μπορεί να φροντίσει ώστε να μην βαδίσει σε έναν δρόμο, να μην πάρει μια κατεύθυνση, η οποία ξέρουμε τώρα από πρώτο χέρι ότι θα σημάνει την αποτυχία της επανάστασης.
Εάν αυτό είναι ό,τι νομίζουμε, εάν είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι αυτή είναι η περίπτωση - και οι αντίπαλοί μας δεν έχουν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό και δεν υπάρχουν άλλα ενδιαφέροντα ή ισχυρά αισθήματα που θα μπορούσαν να αλλάξουν τις απόψεις μας για να μην αναλάβουμε μια τέτοια δραστηριότητα - τότε είναι υποχρέωσή μας, ως αναρχικοί και επαναστάτες, να σπάσουμε την σιωπή μας. Αλλά μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι είμαστε ενάντια στην Ρωσική Επανάσταση;
Η Ρωσική Επανάσταση είναι το πιο συνταρακτικό γεγονός του καιρού μας. Προερχόμενη και εξελισσόμενη ευκολότερα από ένα τεράστιο γεγονός, τον παγκόσμιο πόλεμο, η επανάσταση αυτή έχει ξεπεράσει τον πόλεμο σε σημασία και σπουδαιότητα.
Έχει καταφέρει, είτε το καταφέρνει τώρα είτε στο μέλλον - ενάντια σε κάθε εμπόδιο, όπως ευχόμαστε ακόμα - να σπάσει τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς που δένουν χειροπόδαρα την εργατική τάξη και πρέπει να επεκτείνει την πρόοδο που προήλθε από παλιότερες επαναστάσεις και να συμπεριλάβει στους στόχους της την οικονομική και κοινωνική ισότητα, την ελευθερία για όλους και στην θεωρία και στην πράξη, δηλαδή με την υλική πιθανότητα της επιτυχίας, τότε η Ρωσική Επανάσταση θα ξεπεράσει την ιστορική σπουδαιότητα και αυτής ακόμα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789-93.
Εάν ο παγκόσμιος πόλεμος απέτυχε να εξαλείψει όλες τις ελπίδες εξέγερσης από πλευράς των καταπιεσμένων ανθρώπων του κόσμου, εάν, παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι δεν γυρίζουν αιώνες πίσω στην ζωώδη ύπαρξη των προγόνων τους, αλλά προόδευσαν, αυτό το οφείλουμε, πέρα από κάθε αμφιβολία, στην Ρωσική Επανάσταση. Είναι η Ρωσική Επανάσταση αυτή που έχει ανυψώσει τις ηθικές και ιδεαλιστικές αξίες της ανθρωπότητας και η οποία μας έχει αναδείξει τις φιλοδοξίες μας και το πνεύμα συλλογικότητας όλων των ανθρώπων προς μια υψηλότερη ανθρωπινότητα.
Σ’ αυτή την λυπημένη αυγή του 1917, ενώ ολόκληρος ο κόσμος φαινόταν ότι βούλιαζε στον τρόμο, στον θάνατο, στο ψεύδος, στην εχθρότητα και στο πιο μαύρο σκοτάδι, η Ρωσική Επανάσταση ξαφνικά πλημμύρισε όλους εμάς που υποφέραμε από αυτήν την ατελείωτη τραγωδία με ένα φως αλήθειας και αδελφότητας και την ζεστασιά της ζωής και η αγάπη άρχισε να φτερουγίζει ξανά στις καψαλισμένες καρδιές των εργατών διεθνώς.
Όσο διατηρείται αυτή η μνήμη, όλοι οι άνθρωποι της γης θα χρωστούν στον Ρωσικό λαό αυτή την προσπάθεια, με την οποία, όχι μόνο στην Ρωσία και στην Ευρώπη, αλλά και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του κόσμου όπου κατοικούν άνθρωποι, ανυψώθηκαν οι ελπίδες των καταπιεσμένων.
Εμείς δεν αποκρύπτουμε απολύτως το κόστος του κατορθώματος αυτού του Ρωσικού λαού όσον αφορά την κούραση, τον ηρωισμό, την θυσία και το μαρτύριο.
Εμείς οι αναρχικοί δεν ακολουθούμε την πρόοδο της επανάστασης με διανοητικές επιφυλάξεις ή με σεχταριστικό πνεύμα.
Ποτέ δεν μιλάμε με αυτό τον τρόπο, δημόσια ή μη και μέχρι τώρα. Και καθώς η επανάσταση προχωρά δεν μας ενδιαφέρει ποιο κόμμα θα κερδίσει την μεγαλύτερη φήμη. Και κανείς, ή πρακτικά κανείς, δεν μιλά για τους Ρώσους αναρχικούς. Γνωρίζαμε - και αργότερα τα νέα απέδειξαν ότι είχαμε δίκιο - ότι πρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή της μάχης, άγνωστοι μεν, αλλά όχι λιγότερο σπουδαίοι παράγοντες της επανάστασης. Και για μας αυτό ήταν αρκετό.
Δεν έχουμε οπαδούς ούτε έχουμε καμιά ανάγκη να εκμεταλλευτούμε και να εξασφαλίσουμε προνόμια για το μέλλον και, γι’ αυτό το λόγο, η σιωπή μας όσον αφορά το έργο των συντρόφων μας δεν αποθάρρυνε την χαρά μας. Και, ανάμεσα στους μήνες Μάρτιο και Νοέμβριο, πριν οι μπολσεβίκοι καταλάβουν την εξουσία (και ακόμα μερικούς μήνες μετά από αυτό, μέχρι που η πικρή εμπειρία επιβεβαίωσε τα λεγόμενά μας και μας έδωσε μια ιδέα από πριν) οι μπολσεβίκοι φάνηκε να είναι οι ενεργητικότεροι εχθροί των παλιών καταπιεστών, της πολιτικής του πολέμου, ότι δεν είχαν δοσοληψίες με την μπουρζουαζία και ότι πάλευαν ενάντια στο δημοκρατικό ριζοσπαστισμό που έχει τις ρίζες του στον καπιταλισμό και, μαζί με αυτό, ενάντια στους σοσιαλ-πατριώτες, στους ρεφορμιστές, στους δεξιούς σοσιαλ-επαναστάτες και στους μενσεβίκους και, αργότερα, όταν μετά από μια μικρή διστακτικότητα συνεργάστηκαν να διασκορπίσουν στους ανέμους την διφορούμενη Συντακτική Συνέλευση, οι αναρχικοί, χωρίς καμία παράλογη αντιζηλία, τους συμπαραστάθηκαν.
Στάθηκαν στην πλευρά τους ιδεαλιστικά, πνευματικά, έξω από την Ρωσία και, περισσότερο πρακτικά, στην σφαίρα της προπαγάνδας και της πολιτικής δραστηριότητας ενάντια στις συκοφαντίες και τις διαβολές της μπουρζουαζίας. Και, ακόμα περισσότερο πρακτικά, στάθηκαν εκεί ακόμα (αν και είχαν αρχίσει να αντιτίθενται σε πολεμικό επίπεδο), ενάντια στις αστικές κυβερνήσεις όταν, τόσο όσο ήταν δυνατόν, έγινε μια προσπάθεια να αναληφθεί άμεση δράση για να καταπολεμηθεί το καθόλου φημισμένο μποϋκοτάζ σε βάρος της Ρωσίας και να σταματήσει η προμήθεια με πολεμικό υλικό στους εχθρούς της.
Κάθε ώρα που τα ενδιαφέροντα της επανάστασης και του Ρωσικού λαού βρίσκονταν στην κορυφή, οι αναρχικοί έκαναν το καθήκον τους, ακόμα και αν ήξεραν ότι με πλάγιο τρόπο βοηθούσαν τους αντιπάλους τους.
Το ίδιο συνέβη, σε μεγαλύτερη κλίμακα και μια σπουδαιότερη κατανάλωση ενέργειας και περισσότερες θυσίες σε μια σκληρή ένοπλη πάλη, μέσα στην Ρωσία, όπου οι σύντροφοί μας πάλευαν για την επανάσταση και ενάντια στον τσαρισμό πριν από το 1917, με πεισματώδη αντίσταση στον πόλεμο και μετά με τα όπλα στα χέρια τον Μάρτιο, ενάντια στην αστική δημοκρατία και τον σοσιαλ-ρεφορμισμό του Ιουλίου και του Οκτωβρίου αργότερα, παλεύοντας, στο τέλος, σε όλα τα μέτωπα, δίνοντας την ζωή τους στην πάλη ενάντια στον Γιούντενιτς, τον Ντενίκιν και τον Βράνγκελ, ενάντια στους Γερμανούς στην Ρίγα, τους Άγγλους στο Άρχανγκελ, τους Γάλλους στην Οδησσό και τους Ιάπωνες στην Σιβηρία.
Αρκετοί από αυτούς (και εδώ δεν υπάρχει χώρος για να δούμε αν έκαναν λάθος ή όχι) συνεργάστηκαν με τους μπολσεβίκους στην εσωτερική πολιτική ή στην στρατιωτική οργάνωση, όπου μπορούσαν, σε αντίθεση με την συνείδησή τους, αλλά για το συμφέρον της επανάστασης. Και εάν σήμερα οι Ρώσοι αναρχικοί είναι ανάμεσα στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης στην Ρωσία και παλεύουν ενάντια στην μπολσεβίκικη πολιτική και κυβέρνηση, το κάνουν γιατί αναγκάζονται - αυτοί οι μικροί ήρωες - να το κάνουν για την επανάσταση που άρχισε τον Μάρτιο του 1917.
Η σημερινή κυβέρνηση αποτελεί την άρνηση της Ρωσικής Επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, είναι διαμετρικά αντίθετο σ’ αυτήν το ότι υπάρχει μια κυβέρνηση. Όχι μόνο μαχόμαστε την Ρωσική κυβέρνηση, στο επίπεδο της πολεμικής, με επαναστατικά επιχειρήματα που δεν έχουν τίποτα κοινό με αυτά των εχθρών της επανάστασης, αλλά την υπερασπίζουμε, αποσαφηνίζοντάς την και ελευθερώνοντάς την από τους λεκέδες με τους οποίους την βλέπει ο κόσμος - λεκέδες που δεν προέρχονται από αυτή την ίδια, αλλά από το κυβερνητικό κόμμα, την νέα άρχουσα κάστα που αναπτύσσεται σαν παράσιτο στον κορμό της, ζημιώνοντας το μεγάλο μέρος του προλεταριάτου.
Αυτό με κανέναν τρόπο δεν μας αποτρέπει από το να κατανοήσουμε την μεγαλοπρέπεια της Ρωσικής Επανάστασης και να εκτιμήσουμε την ανανεωτική της υφή που αντιπροσωπεύει για την Ευρώπη. Στο μόνο πράγμα που αντιστεκόμαστε είναι το ότι ένα και μόνο κόμμα πρέπει να μονοπωλεί τα κέρδη και τα οφέλη ενός τόσο τεράστιου γεγονότος, το οποίο αυτοί σίγουρα δεν το δικαιούνται, αλλά κατ’ αναλογία που κάποιος μπορεί να περιμένει από τους αριθμούς και την οργάνωσή τους.
Η Ρωσική Επανάσταση δεν ήταν το έργο ενός κόμματος - ήταν το έργο ενός ολόκληρου λαού και ο λαός αυτός είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της πραγματικής Ρωσικής Επανάστασης. Το μεγαλείο της Επανάστασης δεν προέρχεται από την ψήφιση κυβερνητικών διατάξεων, νόμων και την δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων, αλλά από τον σχηματισμό των εμβριθών αλλαγών σφυρηλατημένων στην ηθική και υλική ζωή του πληθυσμού.
Η αλλαγή αυτή είναι αναντίρρητη. Ο τσαρισμός στην Ρωσία πέθανε και μαζί με αυτόν και μια ολόκληρη ατέλειωτη σειρά τερατουργημάτων. Η παλιά τάξη των ευγενών και η αστική τάξη έχουν καταστραφεί και μαζί με αυτήν αρκετά πράγματα, από τις ρίζες τους, ιδιαίτερα ένα σωρό προκαταλήψεις, η εξάλειψη των οποίων φαινόταν κάποτε αδύνατη. Πρέπει η Ρωσία, όπως είναι τώρα η κατάσταση, να είναι αρκετά άτυχη ώστε να αντικρίσει την δημιουργία μιας νέας αστικής τάξης.
Η κατεδάφιση των παλιών εκμηδενισμένων οδηγεί στην προσδοκία ότι ο νόμος της νέας εξουσίας θα ανατραπεί χωρίς δυσκολία. Η αυθεντική ελευθεριακή ιδέα πίσω από τα «Σοβιέτ» δεν κέρδισε τις καρδιές των Ρώσων, είναι μάταιη, ακόμα και εάν οι μπολσεβίκοι την έχουν ακρωτηριάσει και την έχουν μετατρέψει σε τροχό της γραφειοκρατίας της δικτατορίας. Μέσα σε αυτήν την ιδέα ενυπάρχει ο σπόρος της νέας επανάστασης, η οποία πρέπει να είναι η μόνη που δρα και αναπτύσσεται στο πνεύμα του αληθινού κομμουνισμού, του κομμουνισμού με ελευθερία.
Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να διεκδικήσει την ηθική ανανέωση της Ρωσίας στην αφύπνιση της επανάστασης ούτε μπορεί να την καταστρέψει και αυτή η ανανέωση είναι η ουσία της λαϊκής επανάστασης μόνο, όχι ενός πολιτικού κόμματος. «Και, φυσικά, σε πείσμα των πάντων» (ένας σύντροφος, ο οποίος επέστρεψε μόλις από την Ρωσία, έγραψε σε μένα, μετά από κάποιες κριτικές για την κακοδιοίκηση των μπολσεβίκων), «η εντύπωση ότι η ζωή των Ρώσων μας κάνει να πιστεύουμε ότι όλα εδώ στην καπιταλιστική Ευρώπη φαίνονται μια άθλια, βλακώδης «αστική» απομίμηση, δεν υπάρχει καμιά κοινοτοπία. Δεν μπορεί κάποιος να ακούσει αυτά τα χυδαία τραγούδια από μεθυσμένους. Επικρατεί μια απωθητική ατμόσφαιρα τις Κυριακές και αυτά τα μέρη όπου ο κόσμος διασκεδάζει στις δυτικές χώρες δεν υπάρχουν. Εν μέσω θυσιών και ανείπωτης συμφοράς, ο κόσμος ζει μια καλύτερη, περισσότερο έντονη ηθική ζωή».
Με πραγματικούς όρους η Ρωσική Επανάσταση ζει στη ζωή των Ρώσων. Είναι η επανάσταση που αγαπάμε, που γιορτάζουμε με ενθουσιασμό και με μια καρδιά γεμάτη ελπίδα. Αλλά, καθώς ποτέ δεν κουραζόμαστε να το επαναλαμβάνουμε, η επανάσταση και ο Ρωσικός λαός δεν είναι η κυβέρνηση, που στα μάτια του επιπόλαιου κοινού, φαίνεται ότι τον αντιπροσωπεύει έξω.
Ένας φίλος μου, επιστρέφοντας από την Ρωσία το 1920, με αρκετό ενθουσιασμό, όταν τον προειδοποίησα ότι τα σοβιέτ ήσαν ένα ταπεινωμένο είδος υποταγής και ότι οι κυβερνητικοί αντιπρόσωποι ακόμα μανούβραραν την εκλογή τους «φασιστικά», μου απάντησε, κατά κάποιο απερίσκεπτο τρόπο: «Αλλά εάν οι προλετάριοι στην πλειοψηφία τους ήσαν πραγματικά ικανοί να εκλέξουν σοβιέτ της επιλογής τους, η μπολσεβίκικη κυβέρνηση δεν θα έμενε στην εξουσία την επόμενη βδομάδα!».
Εάν είναι έτσι, τότε όταν ασκούμε κριτική - όχι σε άτομα ούτε σε μεμονωμένους ανθρώπους, τους οποίους έχουμε υπερασπιστεί ενάντια στις συκοφαντίες του Τύπου των καπιταλιστών - όταν εμείς, παρακινημένοι από το συνεχές μας ενδιαφέρον, όχι να υποπέσουμε σε μια λανθασμένη, υπερβάλλουσα μορφή κριτικής, κάνουμε επίθεση στο κυβερνών κόμμα στην Ρωσία και αυτοί από τους υποστηρικτές του που αγωνιούν να ακολουθήσουν τα βήματά του στην Ιταλία - επειδή βλέπουμε ότι οι μέθοδοί του είναι βλαβεροί στην επανάσταση και προωθούν μια πραγματική αντεπανάσταση - πώς μπορεί κάποιος να πει ότι «υιοθετούμε μια στάση ενάντια στην Ρωσική Επανάσταση»;
Το προλεταριάτο, το οποίο μας γνωρίζει και μας λαμβάνει υπόψη του, γνωρίζει ότι αυτό είναι ένας κακός, γελοίος ισχυρισμός, όσο κακός και γελοίος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αστοί κονδυλοφόροι προσπαθούν να στοιχειοθετήσουν προσβολές και κατηγορίες ενάντια σε ολόκληρο τον Ιταλικό λαό τις δικαίως δριμείες κριτικές - τις οποίες υποστηρίζουμε - ότι οι ξένοι επαναστάτες στρέφονται ενάντια στην κυβέρνηση και στην αστική τάξη της Ιταλίας.
• Ο Λουίτζι Φάμπρι γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1877. Ήταν και παραμένει ελάχιστα γνωστός έξω από τους ιταλικούς αναρχικούς κύκλους. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε ένας από τους πιο εξέχοντες αναρχικούς θεωρητικούς, ακολουθώντας και προπαγανδίζοντας το αναρχοκομμουνιστικό ρεύμα, στο οποίο, επίσης, περιλαμβάνονται και οι Λουίτζι Γκαλεάνι, Καμίλο Μπερνέρι και Πιέτρο Γκόρι, ανάμεσα σε άλλους. Έγινε αναρχικός σε ηλικία 17 ετών και μετά από δύο χρόνια συνάντησε τον Ερρίκο Μαλατέστα, με τον οποίο επιδόθηκαν σε διάφορες επαναστατικές δραστηριότητες. Ήταν συνεκδότης της ιταλικής αναρχικής επιθεώρησης «Il Pensiero» («Η Σκέψη»), αλλά συνεισέφερε και σε άλλες αναρχικές εκδόσεις, όπως την «Lotta Umana» («Ανθρώπινη Πάλη») και την τότε καθημερινή «Umanita Nova» («Νέα Ανθρωπότητα»), η οποία συνεχίζει σήμερα την κυκλοφορία της ως όργανο της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (FAI) και της οποίας ο Ερρίκο Μαλατέστα ήταν εκδότης για χρόνια. Έγραψε, επίσης, διάφορα έργα, από τα οποία τα γνωστότερα είναι: «Μαλατέστα, η Ζωή και η Σκέψη του», «Δικτατορία και Επανάσταση», «Μαρξισμός και Αναρχισμός» και «Αστικές Επιδράσεις στον Αναρχισμό» (που έχει μεάαφραστεί και κυκλοφορήσει στα ελληνικά από την Ομάδα Αναρχοκομμουνιστών-Κοινοτιστών Νέας Σμύρνης, εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος»). Το 1926 κατάφερε να διαφύγει από την φασιστική τρομοκρατία, καταφεύγοντας πρώτα στο Βέλγιο και στην Γαλλία και μετά, αφ’ ότου απελάθηκε από εκεί, στην Ουρουγουάη όπου συνέχισε τον αγώνα και την αναρχική προπαγάνδα και πέθανε το 1935.
Αναδημοσίευση από:«Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης» Μελβούρνη, Αυστραλία
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ένα συνέδριο μαριονέτα – το ΙΙΙο συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς
(Πώς τα συνδικάτα έχασαν την αυτονομία τους)
Ι.
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ CNT ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1919
(Από το έργο του Ζοζέ Ρειράτ «Η CNT στην Ισπανική επανάσταση», 1958)
Το 1ο συνέδριο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας Ισπανίας (CNT) έγινε στη Μαδρίτη από τις 10 ως τις 18 Δεκέμβρη 1919. Προσυνεδριακά, τις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες οργανώσεις απασχόλησαν τρία βασικά ζητήματα : α. ένωση των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων του Ισπανικού προλεταριάτου (απορρίφθηκε με 221.824 ψήφους υπέρ, έναντι 433.458 ψήφους κατά και 10.192 αποχές) . β. νέα οργανική δομή στη βάση βιομηχανικών εθνικών ομοσπονδιών (απορρίφθηκε με 14.000 ψήφους υπέρ , έναντι 651.472 ψήφους κατά ) και γ. μια δήλωση υπέρ των ελευθεριακών κομμουνιστικών αρχών της τάσης των οπαδών της απόλυτης ελευθερίας ( έγινε δεκτή ομόφωνα).
Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση έγινε πάνω στο θέμα της στάσης που έπρεπε να παρθεί απέναντι στη ρωσική επανάσταση. Ακούστηκαν πολλές απόψεις. Οι πιο σημαντικές ήταν :
- Ποια μέσα θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε πρακτικά για να βοηθήσουμε τη ρώσικη επανάσταση και να αποτύχει ο αποκλεισμός που έχουν επιβάλλει τα καπιταλιστικά κράτη;
- Ήταν αναγκαία η προσχώρηση στην Τρίτη Συνδικαλιστική Διεθνή;
- Η Συνομοσπονδία έπρεπε να προσχωρήσει αμέσως στη Διεθνή και σε ποια;
- Θα είναι χρήσιμο να συγκληθεί στην Ισπανία ένα συνέδριο της Διεθνούς;
Έγιναν δεκτές πολλές εισηγήσεις, μεταξύ των οποίων και η πιο κάτω:
«Η Εθνική Συνομοσπονδία παραμένει σταθερός υπερασπιστής των αρχών που υποστήριζε ο Μπακούνιν στην Πρώτη Διεθνή. Από την άλλη μεριά, δηλώνει ότι προσχωρεί προσωρινά στην Τρίτη Διεθνή επειδή ο κύριος χαρακτήρας της είναι επαναστατικός και περιμένοντας να γίνει το Διεθνές Συνέδριο στην Ισπανία, πρέπει η Συνομοσπονδία να βάλει τις βάσεις οι οποίες θα διέπουν την αληθινή Διεθνή των εργαζομένων».
Ο Άνγκελ Πεστάνια ορίστηκε αντιπρόσωπος για να πάει στη Ρωσία και να γνωστοποιήσει εκεί τις αποφάσεις που πήρε το συνομοσπονδιακό συνέδριο.
ΙΙ.
Το ΙΙΙο Συνέδριο της ΤΡΙΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ (Ιούνιος 1920)
(Αφήγηση του Άνγκελ Πεστάνια)
Το 3Ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς άρχισε στις 28 Ιουνίου 1920 στην έδρα της στη Μόσχα. Στην αρχή ο Ζηνόβιεφ πρότεινε να γίνει δεκτή σαν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τρίτης Διεθνούς, η Ισπανική Συνομοσπονδία. Η πρόταση έγινε δεκτή.
Ο Λοζόφσκυ (πρόεδρος της συνδικαλιστικής κόκκινης Διεθνούς από το 1920 ως το 1937) πρότεινε με τη σειρά του την οργάνωση μιας επαναστατικής συνδικαλιστικής Διεθνούς, τονίζοντας: «Στην πλειοψηφία των εμπόλεμων χωρών, το μεγαλύτερο μέρος των συνδικάτων υπήρξαν κατά τα οδυνηρά χρόνια του πολέμου, οπαδοί της ουδετερότητας (απολιτικής). Υπήρξαν οι δούλοι του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού και είχαν παίξει ολέθριο ρόλο καθυστερώντας την χειραφέτηση των εργαζομένων.
Στη δικτατορία της αστικής τάξης χρειαζόταν η επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου, σαν το μόνο αποφασιστικό και μεταβατικό μέσο, της μόνης ικανής δύναμης να κλονίσει την αντίσταση των εκμεταλλευτών και να εξασφαλίσει έτσι την ισχυροποίηση της εξουσίας από το προλεταριάτο».
Το συνέδριο αποφασίζει κατά συνέπεια:
- Να καταδικάσει κάθε τακτική που προορίζεται να κάνει ώστε να βγουν έξω από τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις τα πρωτοποριακά στοιχεία και αντίθετα να απομακρυνθούν κατά ριζικό τρόπο από τη διεύθυνση του συνδικαλιστικού κινήματος οι οπορτουνιστές που είχαν συνεργαστεί με την αστική τάξη αποδεχόμενοι τον πόλεμο.
- Να υποστηρίξει μέσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις όλου του κόσμου μια μεθοδική προπαγάνδα δημιουργώντας σε κάθε μια από αυτές έναν κομμουνιστικό πυρήνα που θα κατέληγε να επιβάλλει την άποψή του.
- Να δημιουργήσει μια επιτροπή διεθνούς δράσης και πάλης για τη μεταμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή η επιτροπή θα λειτουργήσει σαν ένα διεθνές συμβούλιο των εργατικών συνδικάτων σε συμφωνία με την εκτελεστική επιτροπή της Τρίτης Διεθνούς στις συνθήκες που θα διαμορφωθούν από το συνέδριο. Αυτό θα αποτελείται από εκπροσώπους όλων των εργατικών εθνικών οργανώσεων που έχουν προσχωρήσει.
- Όταν πήρα το λόγο δήλωσα : τρία σημεία του ντοκουμέντου θα γίνουν το αντικείμενο μιας γρήγορης και συγκεκριμένης εξέτασης, διότι οι οργανώσεις που αντιπροσωπεύω πήραν μια θέση που τις χωρίζει ολότελα από αυτό το ντοκουμέντο. Τα τρία σημεία είναι: ο απολιτισμός, η κατάκτηση της εξουσίας και η δικτατορία του προλεταριάτου.
Πραγματικά, μέσα σ΄ αυτό το ντοκουμέντο, ο απολιτισμός είναι καταδικασμένος, από μερικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενώ σχεδόν όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που συντάχτηκαν υπέρ του ιμπεριαλιστικού πόλέμου ήταν πολιτικοποιημένες, γεγονός που είναι αντίθετο με εκείνα που μας λέει το ντοκουμέντο. Πού βρίσκεται, λοιπόν, η λογική αυτού του ντοκουμέντου; Τα δύο σημεία που μένουν είναι εκείνα που αφορούν την κατάκτηση της εξουσίας και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Είναι λίγος ο χρόνος για να εκθέσω αυτό που σκέφτεται η Συνομοσπονδία και που εκπροσωπώ εδώ πάνω σ΄ αυτά τα δύο θέματα.
Σας υπενθυμίζω πως κατά τη διάρκεια του πρώτου συνεδρίου της Συνομοσπονδίας που έγινε στη Μαδρίτη, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκέμβρη της τελευταίας χρονιάς (1919), αποφασίστηκε ομόφωνα από τους πεντακόσιους παρόντες αντιπροσώπους ότι ο τελικός σκοπός ήταν η επικράτηση του κομμουνισμού με πλήρεις ελευθερίες.
Θα προσθέσω ακόμη δύο λέξεις ως προς το θέμα του άρθρου που ευνοεί τη στενή συνεργασία με το πολιτικοποιημένο κομμουνιστικό προλεταριάτο.
Η Συνομοσπονδία αποδέχεται τη συνεργασία με όλες τις επαναστατικές οργανώσεις που θα πάλευαν εναντίον του καπιταλιστικού καθεστώτος διατηρώντας πάντα το δικαίωμα να το κάνουν όπως θα τους φαινόταν καλύτερα. Σκέπτομαι ότι πραγματικά η Συνομοσπονδία μου δε θα δεχόταν ποτέ να συμφωνήσει αν αμφισβητούνταν η ελευθερία της δράσης της ʽʼ
Την πρώτη και τη δεύτερη παράγραφο δε τις συζήτησε κανείς. Στη διάρκεια της συζήτησης στην τρίτη παράγραφοξαναδήλωσα ότι εμείς είμαστε μη πολιτικοποιημένοι και ότι έπρεπε να αντεπεξέλθουμε στον πόλεμο με όλα τα μέσα και ότι ήταν παράδοξο να υπογράψουμε ένα ντοκουμέντο που καταδίκαζε τη δράση μας και τις αρχές μας. Τελικά συμφωνήθηκε η τροποποίηση της σύνταξης αυτής της παραγράφου.
Η τέταρτη παράγραφος έγινε η αιτία μιας μακράς συζήτησης γιατί ήμαστε πολλοί που υποστηρίζαμε την αρχή μιας πλήρους συνδικαλιστικής αυτονομίας. Τέλος, ύστερα από ατέλειωτες συζητήσεις το ντοκουμέντο υπογράφηκε από πέντε από τους εφτά συνολικά παρόντες αντιπροσώπους.
Η θέση μου ήταν πολύ λεπτή, γιατί η Συνομοσπονδία είχε προσχωρήσει στην Τρίτη Διεθνή. Δεν μπορούσα να απορρίψω ένα ντοκουμέντο που είχε γίνει δεκτό από αυτή. Άρα, έπρεπε να ακολουθήσω την πλειοψηφία.
Εξάλλου κατά την υπογραφή αυτού του ντοκουμέντου είχα γράψει: «από την Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας, Άνγκελ Πεστάνια», αντί να γράψω «για την Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας, Άνγκελ Πεστάνια». Έτσι απαλλασσόμουν από την ευθύνη. Όταν μου έδωσαν το λόγο, θύμισα ότι οι αντιπρόσωποι γνωρίζουν ήδη τις αντίθετες θέσεις μου ως προς την κατάκτηση της εξουσίας και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Θύμισα, επίσης, πως οι θέσεις αυτές δεν εκφράζανε την προσωπική μου άποψη, αλλά την άποψη της Συνομοσπονδίας.
Δήλωσα κατά συνέπεια, ότι αν η πλειοψηφία με υποχρέωνε να αποδεχτώ το ντοκουμέντο όπως ήταν, θα το υπέγραφα, αλλά θα έδινα από πριν την εξής προειδοποίηση: «όλα όσα αναφέρονται στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, στη δικτατορία του προλεταριάτου και στη συνεργασία με το κομμουνιστικό πολιτικό προλεταριάτο παραμένουν υποταγμένα στις κατοπινές αποφάσεις που θα πάρει η Συνομοσπονδία μόλις επιστρέψω στην Ισπανία και η συνομοσπονδιακή Επιτροπή θα μάθει για όλα όσα αποφασίστηκαν κατ΄ αυτή τη σύσκεψη».
Το ίδιο έγινε για την πρόσκληση που θα απευθυνόταν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις όλου του κόσμου. Σ΄ αυτή την πρόσκληση γραφόταν πως οι συνδικαλιστικές, εθνικές και διεθνείς επαγγελματικές οργανώσεις, οι τοπικές και περιφερειακές ενώσεις που αποδέχονταν την επαναστατική πάλη των τάξεων, προσκαλούνταν να παραβρεθούν στη συνδιάσκεψη.
Δεν ήμουν σύμφωνος ούτε με αυτή την πρόσκληση που έφραζε το δρόμο σε πολλές οργανώσεις που θα ήθελαν να παραβρεθούν στη συνδιάσκεψη, αλλά που δεν ήταν σύμφωνες με τη δικτατορία του προλεταριάτου και με την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό ήταν κατά τη γνώμη μου μια πλάνη…
ΙΙΙ.
ΕΝΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ
Ο Πεστάνια βεβαιώνει πως οι κομμουνιστές ήταν σύμφωνοι στη βελτίωση της σύνταξης του ντοκουμέντου στο θέμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά μόλις για μια στιγμή απουσίασε ο Ισπανός αντιπρόσωπος, το ντοκουμέντο δημοσιεύτηκε όπως ήταν στο πρωτότυπο κείμενο. Στο θέμα της ανάπτυξης του ίδιου συνεδρίου, ο Πεστάνια λέει πως η πάλη που έγινε για το πρόσωπο που θα αναλάβει την προεδρία τράβηξε όλη την προσοχή. Αλλά πολύ γρήγορα διαπίστωσε, πως το ίδιο το συνέδριο ήταν μια μαριονέτα. Η προεδρία έκανε τον κανονισμό. Τροποποιούσε όπως της άρεσε τις προτάσεις, ανέτρεπε την ημερήσια διάταξη και παρουσίαζε προτάσεις δικής της πρωτοβουλίας. Ο τρόπος που χρησιμοποίησε στο συνέδριο ήταν εντελώς καταχρηστικός για να πετύχει τους σκοπούς της. Παράδειγμα, ο Ζηνόβιεφ εκφώνησε έναν λόγο μιάμιση ώρας παρόλο που κάθε παρέμβαση δεν έπρεπε να ξεπερνάει τα δέκα λεπτά.
Ο Πεστάνια ήθελε να απαντήσει σ΄ αυτή την ομιλία αλλά το λόγο του τον διέκοψε στα δέκα λεπτά με το χέρι, το προεδρείο. Ο ίδιος ο Πεστάνια κριτικαρίστηκε από τον Τρότσκι μέσα σε ένα λόγο που κράτησε περισσότερο από τρία τέταρτα της ώρας και όταν ο Πεστάνια ζήτησε να απαντήσει στις επιθέσεις του Τρότσκι, το προεδρείο δήλωσε ότι η συζήτηση είχε κλείσει. Ο ίδιος αναγκάστηκε να διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο που ορίζονταν οι εισηγητές. Θεωρητικά, κάθε αντιπρόσωπος μπορούσε να κάνει μια πρόταση, αλλά το προεδρείο διάλεγε το ίδιο τους «ενδιαφέροντες». Οι αναλογικοί ψήφοι (κατά αντιπροσωπεία ή αντιπρόσωπο) προβλέπονταν, αλλά δεν εφαρμόζονταν. Έτσι, το ρωσικό κομμουνιστικό κόμμα εξασφάλιζε μια άνετη πλειοψηφία.
Η αποκορύφωση ήταν ότι μερικές ενδιαφέρουσες αποφάσεις δεν παίρνονταν ούτε μέσα στην αίθουσα του συνεδρίου αλλά, στα παρασκήνια. Με αυτές τις διαδικασίες εγκρίθηκε το παρακάτω κείμενο: «Στα προσεχή παγκόσμια συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς, οι εθνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι μέλη θα αντιπροσωπεύονται από τους αντιπροσώπους του κομμουνιστικού κόμματος κάθε χώρας».
Η διαμαρτυρία εναντίον αυτής της απόφασης απλούστατα αγνοήθηκε. Ο Πεστάνια εγκατέλειψε τη Ρωσία στις 6 Σεπτέμβρη 1920, αφού αντάλλαξε εντυπώσεις σύντομες με τον Αρμάνδο Μπόρκι (γενικού γραμματέα της Αναρχοσυνδικαλιστικής Ιταλικής Ένωσης ) που είχε πάει στη Ρωσία σαν εκπρόσωπος της Ένωσης και τώρα έφευγε απογοητευμένος από αυτή την εμπειρία. Αλλά πριν εγκαταλείψουν τη Μόσχα και οι δύο, πήραν γνώση της εγκυκλίου για την οργάνωση της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς.
Αν στα μελλοντικά συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς ήθελε κανείς, να εξασφαλίσει την κυριαρχία των κομμουνιστικών κομμάτων πάνω στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, θα μπορούσε να υποθέσει ότι μέσα σε μια συνδικαλιστική Διεθνή το πράσινο φως θα ανοιγόταν μόνο για τις εργατικές κεντρικές οργανώσεις που ελέγχονταν από τα κομμουνιστικά κόμματα .
Το σχέδιο δράσης του 3ου Συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς, περιλάμβανε :
Μια ειδική Επιτροπή θα έπρεπε να οργανωθεί σε κάθε χώρα από το κομμουνιστικό κόμμα.
Αυτή η Επιτροπή θα είχε για δουλειά της να δέχεται και να διανέμει σε όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις τις εγκυκλίους και τις δημοσιεύσεις της Κόκκινης Διεθνούς οργάνωσης.
Η Επιτροπή θα όριζε τους συντάκτες των επαγγελματικών και επαναστατικών εφημερίδων εντυπώνοντας τους την άποψη της Διεθνούς εναντίον της αντίπαλης Διεθνούς.
Η Επιτροπή θα επέβαινε με τα δικά της μέσα επέμβασης και πολεμικής.
Η Επιτροπή θα δουλεύει σε στενή συνεργασία με το κομμουνιστικό κόμμα παραμένοντας όμως ένα διαφορετικό όργανο.
Η Επιτροπή θα συμβάλλει στη σύγκλιση διασκέψεων στις οποίες θα συζητούνται θέματα διεθνούς οργάνωσης και θα διαλέγει τους ικανούς για προπαγάνδα ρήτορες.
Η Επιτροπή θα συγκροτείται κατά προτίμηση από κομμουνιστές συντρόφους. Οι εκλογές θα επιβλέπονται από το κομμουνιστικό κόμμα.
Στις χώρες που δε θα μπορεί να υιοθετηθεί αυτή η μέθοδος θα στέλνονται απεσταλμένοι του κομμουνιστικού κόμματος για να δημιουργήσουν μια παρόμοια οργάνωση.
«Πρέπει να ξέρουμε να αντιστεκόμαστε με όλα μας τα μέσα, να κάνουμε κάθε θυσία και να είμαστε έτοιμοι για όλα – αν η ανάγκη – να χρησιμοποιήσουμε ακόμα και το δόλο, την υποκρισία, τις αθέμιτες μεθόδους, να αποσιωπήσουμε και να κρύψουμε την αλήθεια, μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στα συνδικάτα, να παραμείνουμε σ΄ αυτά και να πραγματοποιήσουμε εκεί ένα κομμουνιστικό έργο». Β.Ι. Λένιν, «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού».

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Αναρχική Κομμουνιστική Ανακοίνωση από οργανώσεις ανα το παγκόσμιο

Για την Πρωτομαγιά

Είναι καθήκον των αναρχικών κομμουνιστών και των επαναστατών [να προστατεύσουν αυτή τη μνήμη και να εξασφαλίσουν το ότι θα εξακολουθεί να αποτελεί μέρος των σημερινών αγώνων ως ενεργός δύναμη η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εργατικού κινήματος, ενός κινήματος που πρέπει να γίνει μια πραγματικά επαναστατική δύναμη ικανή να καταστρέψει τον καπιταλισμό και να ανοίξει μια νέα εποχή ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης.



Σήμερα όπως και στο παρελθόν, η Πρωτομαγιά σημαίνει σεβασμό για τις κινητοποιήσεις σε όλο τον κόσμο από τους εργαζόμενους που υποφέρουν, σε καιρούς που ακόμη πληρώνουν με τη ζωή τους, για χάρη των αγώνων τους, για να βελτιώσουν την κατάσταση των ανδρών και των γυναικών εργαζομένων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του καπιταλισμού.

Ως αναρχικοί κομμουνιστές υποστηρίζουμε τον αγώνα για μια ριζοσπαστική αλλαγή προς μια κοινωνία ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης, αλλά δεν ξεχνάμε ότι σε πολλές χώρες, οι εργαζόμενοι δεν έχουν καν την πιο βασική δυνατότητα να οργανωθούν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, και αρκετοί εργάζονται σε ζωώδεις συνθήκες και με εξίσου ζωώδεις μισθούς. Οι σκέψεις μας σήμερα πηγαίνουν σ΄ αυτούς τους εργαζόμενους, καθώς επιζητούμε να ενισχύσουμε τα δίκτυα υποστήριξης των αγώνων όλων των λαών του κόσμου.

Στις δυτικές χώρες, το "λίκνο της ελευθερίας", η μοίρα των εργαζομένων, ανδρών και γυναικών, έχει επιδεινωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες: εργασία στη τύχη, ευελιξία, μαγικές φράσεις που υιοθετούνται από την Αριστερά, καθώς και τη Δεξιά, τα αποτελέσματα των οποίων είναι πλέον ορατά σε όλους που βλέπουν τις σκληρές συνέπειες της κρίσης που μεγάλωσε με τους ολοένα και χαμηλούς μισθούς και την καταστροφή των θέσεων εργασίας.

Παντού, ο καθένας μπορεί κανείς να δει τις δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας, την αύξηση της χρήσης της τακτικής του εκβιασμού σε βάρος οποιουδήποτε προσπαθεί να οργανώσει μια κάποια πολιτική και κοινωνική αντίσταση, την αυξανόμενη ανασφάλεια για το μέλλον των νέων και των μη. Και όμως παρ’ όλα αυτά, τα κέρδη αυξάνονται, οικονομικές μαφίες διεισδύουν σε όλους τους τομείς, και είναι όλο και πιο δύσκολο να πραγματοποιηθεί η ενότητα και η πολιτική δραστηριότητα με στόχο την επίτευξη της πραγματικής αλλαγής.

Η επιλογή των Κρατών και των ηγετών των G8 είναι καταστολή, καταπίεση και εκμετάλλευση. Η πρώτη επιλογή είναι η διάσωση των τραπεζών και των επιχειρήσεων. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να περιμένουν τίποτε και, εν τω μεταξύ, πρέπει να καταφύγουν στα χρέη προκειμένου να επιβιώσουν.

Αλλά ακόμη και στις δύσκολες στιγμές της κρίσης, η Πρωτομαγιά συνεχίζει να μάς υπενθυμίζει ότι ο μόνος τρόπος για να κερδίσουμε τα δικαιώματά μας είναι μέσα από τον αγώνα των εργαζομένων, αυτο-οργανωμένα και ομοσπονδιοποιημένα. Αλλά αυτό που θα κερδίσουμε δεν θα το κερδίσουμε για πάντα.

Τα κέρδη μας πρέπει να προστατευθούν, να διευρυνθούν περισσότερο μέσω κοινών αγώνων.

Οι κινητοποιήσεις σε όλο τον κόσμο κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών από τότε που ξέσπασε η κρίση μάς υπενθυμίζουν ότι ο μαζικός αγώνας, από τα κάτω, αυτοδιευθυνόμενος, αποτελεί το ζωογόνο αίμα των εργατών, στην ιστορική τους μνήμη, και έρχεται σε αντίθεση με τους ηγέτες του διεθνούς καπιταλισμού και τις κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης και την προάσπιση των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας.

Είναι καθήκον των αναρχικών κομμουνιστών και των επαναστατών να προστατεύσουν αυτή τη μνήμη και να εξασφαλίσουν το ότι θα εξακολουθεί να αποτελεί μέρος των σημερινών αγώνων ως ενεργός δύναμη η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εργατικού κινήματος, ενός κινήματος που πρέπει να γίνει μια πραγματικά επαναστατική δύναμη ικανή να καταστρέψει τον καπιταλισμό και να ανοίξει μια νέα εποχή ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης.

Alternative Libertaire (Γαλλία), Federazione dei Comunisti Anarchici (Ιταλία), Workers Solidarity Movement (Iιρλανδία), Zabalaza Anarchist Communist Front (Νότια Αφρική)

* Ελληνική μετάφραση “Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης”, 1 Μάη 2009

Αναδημοσίευση:anarkismo.net